-
1 ἀλήμων
ἀλήμων, ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευϑος ἀλ.
-
2 πτωχός
A beggar, Od. 14.400, 18.1, Hdt.3.14, etc.; , cf. 17.475;πτωχὸς πτωχῷ φθονέει Hes.Op.26
;π. ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθών Od.21.327
;π. καὶ ἀλήμονες ἄνδρες 19.74
;πτωχοὺς ἀλᾶσθαι E.Med. 515
;πτωχοῦ βίος ζῆν ἐστιν μηδὲν ἔχοντα, τοῦ δὲ πένητος ζῆν φειδόμενον Ar.Pl. 552
: prov.,πτωχοῦ πήρη οὐ πίμπλαται Call.Fr. 360
: πτωχή beggar-woman, Ath.10.453a (so πτωχός (fem.), S.OC 444);χήρα πτωχή Ev.Marc.12.42
.2 metaph.,οἱ π. τῷ πνεύματι Ev.Matt.5.3
, cf. Ev.Luc.6.20.II as Adj., beggarly,πτωχῷ διαίτῃ S.OC 751
;π. στοιχεῖα Ep.Gal.4.9
: c. gen., beggared of, poor in, [πηγὴ] π. νυμφῶν AP9.258
(Antiphan.).2 [comp] Comp.πτωχότερος Timocl.6.10
; prov., π. κίγκλου 'as poor as a church mouse', Men.221; irreg.πτωχίστερος Ar.Ach. 425
: [comp] Sup.πτωχότατος AP10.50
(Pall.).3 Adv. - χῶς poorly, scantily,ἠροτρία π. μέν, ἀλλ' ἀναγκαίως Babr.55.2
.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий